αποκοιμισμένος

αποκοιμισμένος
uyuyan, uyuklayan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκοιμίζω — (AM ἀποκοιμίζω) κάνω κάποιον να κοιμηθεί (συνήθως για τα βρέφη με το νανούρισμα) μσν. νεοελλ. θανατώνω κάποιον νεοελλ. 1. καταφέρνω κάποιον ώστε να μη με υποπτεύεται 2. αποβλακώνω κάποιον 3. (η μτχ.) αποκοιμισμένος νωθρός ή ανόητος …   Dictionary of Greek

  • χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

  • αποκοιμίζω — αποκοιμίζω, αποκοίμισα, αποκοιμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: αποκοιμίζω : σπάνια η εμφάνιση του ρήματος στην παθητική φωνή (αποκοιμίζομαι, βλ. πίν. 34 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκοιμιέμαι — αποκοιμιέμαι, αποκοιμήθηκα, αποκοιμισμένος βλ. πίν. 59 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκοιμιέμαι — και αποκοιμιούμαι ήθηκα, οιμισμένος, με παίρνει ο ύπνος: Εκεί που κουβεντιάζαμε αποκοιμήθηκε. Ουσ. αποκοίμηση, η και αποκοίμημα, το το να μας πάρει ο ύπνος. Η μτχ. αποκοιμισμένος, ο φανερώνει το νωθρό, το βλάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”